- τοπομαχώ
- τοπομαχῶ, -έω, ΝΜΑδιεξάγω μάχη από οχυρή και απρόσβλητη θέσηαρχ.μάχομαι για να καταλάβω οχυρή θέση («τοπομαχεῑν περὶ τῆς στάσεως», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχώ].
Dictionary of Greek. 2013.