τοπομαχώ

τοπομαχώ
τοπομαχῶ, -έω, ΝΜΑ
διεξάγω μάχη από οχυρή και απρόσβλητη θέση
αρχ.
μάχομαι για να καταλάβω οχυρή θέση («τοπομαχεῑν περὶ τῆς στάσεως», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ-μαχώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοπομαχώ — τοπομάχησα, κάνω τοπομαχία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοπομαχία — ή, Ν [τοπομαχώ] μάχη από φρούριο ή από οχυρή θέση …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”